Meçhul Şehir
Bir süredir yaşlandığından yakınıyordu. Kendisini, kendi sözleriyle “belki de son kez” doğduğu yere götürmemizi istedi. Kendisini bir kez daha götürmemizi istediği yer doğup büyüdüğü, ömrünün yarısını geçirdiği yerdi. 1974 yılından sonra Girne’ye yaptığı ilk ziyaret, özellikle de benim tarafımdan olmak üzere büyük baskılardan sonra, 2003 yılında barikatların açılmasından sonraydı. Onun açısından kolay bir karar değildi. Zor olacağını biliyordu. Kaybın manzarasını mantığı kaldırsa bile kalbi dayanamayabilirdi. Onu ilk kez ağlarken görmüştüm. Gerçekten, duygusal yoğunluğu o denli büyüktü ki sağlığından endişe etmiştim. O günden sonra da kendisine asla baskı yapmadım.
Zaman acımasızdır. Çözüm planı bir tarafı tatmin etmediğinde zaman durmaz. Diğer tarafı tatmin etmediğinde de durmaz. Ne de uluslararası konjonktür uygun olmadığında… Zaman sarkastik biçimde realisttir. Verilen sözler karşısında durmaz. Umut etmez, dilek dilemez, slogan atmaz. Sadece ilerler.
Bir sabah kalkarsın ve yaşlısın. Saçların beyazlamıştır, yüzün kırışıklarla dolmuştur, ayakların kolayca yerinden kalkmıyordur. Sense halen verilen sözlerde, umutta, sloganlardasındır…
O da bir gün bu şekilde uyanmıştı. Hayatın ne kadar kısa olduğunun farkına vardık ve 2003 yılında yaşamadıklarımızı yeniden yaşamamak adına bilhassa psikolojik olarak birçok hazırlık yaptık ve Girne’ye gitmek üzere yola koyulduk. En azından bir kez daha memleketini görsün diye düşündüm.
Yolda küçük bir çocuk gibiydi. Yolda yokuşu çıkarken deniz görüldüğü anda hislendi. Camı açmamızı istedi. Bulunduğu yer ona dar geliyordu.
Ve Girne’ye vardık. Ama anlamadı…
Burası onun şehri değildi. Sonsuz bir çimento… Neredeyse hiçbir şeyi tanımadı. Sadece o yerde yaşayanlar değişmedi. O yer de değişti.
Daha sonra yaşananları yazmak istemiyorum. Çok kişisel şeylerdir ve onun özelini ortaya dökmek istemiyorum. Esasında duygularını şu veya bu şekilde bizimle paylaşmış değildir. Biz hissettik. Tekrar ettiği tek şey, “nedir bu yer?” kelimeleriydi… Camı kapadı. Arabadan inmek dahi istemedi.
Bu arada, zaman acımasız şekilde ilerliyor. Hiçbir şey anlamıyor. Anıları, hüzünleri, mutlulukları da yanına alıyor. İlerliyor! Şehirler değişiyor, apartmanlar yapılıyor, yazlıklar, sahiller değişiyor.
İlerliyor!
---------------------
YENİDÜZEN için yazılmış Yunanca özgün metinden çeviri: Çağdaş Polili
---------------------
Άγνωστη πόλη
Εδώ και καιρό παραπονιόταν ότι γερνά. Ήθελε να τον πάρουμε άλλη μια φορά «ίσως τελευταία» όπως μας έλεγε στον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε τη μισή του ζωή. Η πρώτη του επίσκεψη μετά το 1974 στην Κερύνεια, δεν ήταν μια εύκολη απόφαση και έγινε μετά από μεγάλη πίεση, κυρίως δική μου, λίγο μετά που άνοιξαν τα οδοφράγματα το 2003. Ήξερε ότι θα του ήταν δύσκολο. Ότι κι αν ακόμα το μυαλό μπορούσε να αντιμετωπίσει τη θέα πλέον της απώλειας, η καρδιά ίσως να μην άντεχε. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα να κλαίει. Πράγματι, η συναισθηματική του φόρτιση ήταν τόσο μεγάλη που τρόμαξα για την υγεία του. Έκτοτε δεν τον πίεσα ποτέ ξανά.
Ο χρόνος είναι αδίστακτος. Δεν σταματά ούτε αν το σχέδιο λύσης δεν ικανοποιεί τη μια πλευρά, ούτε αν το σχέδιο λύσης δεν ικανοποιεί την άλλη πλευρά, ούτε αν οι διεθνείς συγκυρίες δεν ευνοούν τις εξελίξεις. Ο χρόνος είναι και σαρκαστικά ρεαλιστικός. Δεν σταματά ούτε μπροστά στις υποσχέσεις. Δεν ελπίζει, δεν εύχεται, δεν λέει συνθήματα. Μόνο προχωρά.
Και ξυπνάς μια μέρα και είσαι γέρος. Τα μαλλιά σου άσπρισαν, το πρόσωπό σου γέμισε ρυτίδες, τα πόδια δεν σε σηκώνουν εύκολα. Και είσαι ακόμα στις υποσχέσεις, στην ελπίδα, στα συνθήματα.
Κάπως έτσι ξύπνησε μια μέρα κι αυτός. Και συνειδητοποιώντας πόσο μικρή είναι η ζωή, μετά από αρκετή προετοιμασία, κυρίως ψυχολογική για να μην έχουμε τα ίδια με το 2003, πήραμε τον δρόμο για την Κερύνεια. Ας δει τουλάχιστον άλλη μια φορά τον τόπο του, σκέφτηκα.
Στο δρόμο έκανε σαν μικρό παιδί. Στην κορυφή του ανήφορου στον αυτοκινητόδρομο από το οποίο φαίνεται η θάλασσα, συγκινήθηκε. Ήθελε να ανοίξουμε το παράθυρο. Δεν τον χωρούσε ο τόπος.
Και φτάνουμε στην Κερύνεια. Αλλά δεν το κατάλαβε…
Αυτή δεν ήταν η πόλη του. Ένα απέραντο τσιμέντο. Δεν αναγνώριζε σχεδόν τίποτε. Δεν άλλαξαν μόνο οι διαμένοντες. Άλλαξε και ο τόπος.
Τα όσα έγιναν στη συνέχεια, δεν θέλω να τα γράψω. Είναι πολύ προσωπικά, δικά του και δεν θέλω να του τα κλέψω. Έτσι κι αλλιώς δεν τα μοιράστηκε μαζί μας. Τα νιώσαμε. Το μόνο που επαναλάμβανε ήταν «μα… ποιος εν τούτος ο τόπος;». Έκλεισε και το παράθυρο. Δεν θέλησε ούτε να κατεβεί από το αυτοκίνητο.
Εν τω μεταξύ, ο χρόνος αδίστακτα συνεχίζει να προχωρά. Δεν καταλαβαίνει τίποτε. Παίρνει μαζί του αναμνήσεις, λύπες, χαρές. Προχωρά! Αλλάζει πόλεις, κτίζει πολυκατοικίες, εξοχικά, παραλίες.
Προχωρά!