Turuncu can yelekleriyle kayalara ulaşmaya çalışan insanlar... Deniz soğuk, fırtınalı ve hiç de misafirperver değil. Islak elbiseli, bitkin durumda, derbeder, korku dolu gözleriyle kıyılara doğru ilerleyen çocuklar... Tanımadıkları eller tarafından battaniyelerle örtülüyorlar. Isınmaları için onlara sımsıkı sarılıyorlar. Gülümseyerek bu çocukların masum ruhlarını okşamaya çalışıyorlar. Ellerinden geldiği kadar...
Gördüklerim karşısında, kendimi sele kapılmış gibi hissediyorum. Midilli adasında gönüllü seferberliğe katılan bir kadın arkadaşım, seferberlik esnasında başından geçenleri bana telefonda anlatıyor. Biliyorsunuz, Midilli Ege’nin kuzey doğusunda yer alan bir Yunan adası. Savaşın yaşandığı bölgeleri terk eden göçmenlerin buraya varması oldukça olağanlaştı ve gündelik yaşamın bir parçası haline geldi. Haberlerde okuduğumuz ve duyduğumuz her şey, acı, özellikle de göçmenlerin ızdırabı ve gelecekleriyle ilgili endişeleri, arkadaşımın ses tonuna yansımıştı. Her şey mekanik, hızlı ve organize bir biçimde gerçekleşiyor. Her gönüllü kendi işini yapıyor.
Öncelikli hedef insanların hayatta kalması...
En korkuncu isimsiz mezar taşlarına verilen rakamlar!
Arkadaşım konuştukça ağlıyor. “Dayanamıyorsun. Geri dönsene!” diyorum. “Ben onların ne hissettiklerini anlayabiliyorum. Bırakıp kaçayım mı?” diyor.
O an, Niyazi Kızılyürek ve Panikos Hrisantos’un “Duvarımız” belgeseli film şeridi gibi gözlerimin önünden geçiyor. Bu belgeseli 1990’lı yıllarda izlemiştim.
Üzerimde çok iz bırakmıştı. Tekrar o yıllara dönüverdim. Baf’ın bir köyünde, Kıbrıslı Türkler kuzeye geçmek için yaşadıkları yeri terk etmeye hazırlanıyorlar. Kendileriyle aynı köyde yaşayan Kıbrıslı Rumlar, mahcup ve üzgün bir biçimde onlara veda ediyorlar. Aralarında bir din adamı da var. Acı herkesin yüzünden okunuyor.
Aklıma aniden, bir Kıbrıslı Rum anneye ait siyah-beyaz bir fotoğraf karesi geliyor ve beynimi sarmal altına alıyor. Bu fotoğraf karesinde Kıbrıslı Rum anne, üç çocuğunu tutarak koşuyordu. Yüzünü derin bir umutsuzluk kaplamıştı. İnsanın yerini, yurdunu terk etmesi bilindik bir his. Bunu iki kez, üç kez yaşayanlar da var. Bunun ne demek olduğunu çok iyi biliyoruz...
Arkadaşım ilk gece vardiyasına çıkmıştı. Neredeyse öğlen olmuştu. Kısa bir süre önce uyanmıştı. Bütün bir gece, diğerleriyle birlikte sahil güvenlik görevi yapmıştı. Yani, denizde bot ya da tekne var mıydı, ona bakmışlardı. Şanslıydılar ki, gece sakin geçmişti. Konuşurken sesi titriyordu. “Yenileri de geldi” diyordu. Sahile henüz ulaşmıştı. Göçmenlerin bulunduğu noktaya yaklaştıkça, telefondaki ses daha da netleşiyordu. Hiç kimse ağlamıyordu. İlginç değil mi? O insanların rahatlamış oldukları yönünde bir izlenime varmıştım. Arkadaşıma içlerinde çocuk olup olmadığını sordum. Orada çocuklar da vardı. Telefonu kapatırken, “Herkes emniyette görünüyor” dedi.
“Herkes emniyette”. Bu söz kulaklarımda yankılanıp, tekrarlanıp duruyor. Bir yandan da adadaki ölü göçmenlerin sayısı hakkında bilgi edinmeye çalışıyorum. Zannediyorum ki yaşadığım dram, Reuters’in hazırladığı bir haberde, üzerinde “meçhul” yazan mezar taşlarını gördüğüm an doruğa çıktı. Midilli’de şu an 61 mezar var. Midilli’de şu an, önce yerlerini yurtlarını, sonra ise hayatlarını kaybeden insanlara ait 61 mezar var.
İçlerinde sadece 27 kişinin kimliği biliniyor. Geriye kalanların mezar taşlarına numaralar verilmiş. Adanın yerlileriyle yapılan bir röportajda, batan bir tekneyle birlikte bütün üyelerinin hayatlarını kaybettiği aileler olduğunu ve bu insanların kimliğini teşhis edebilecek kimse bulunamadığını söylüyorlar. Uzun zamandır Yunanistan’da yaşayan Mısırlı bir genç, bu insanları başları Mekke’ye dönük halde defnediyor. Elinden bundan fazlası gelmiyor ama bu insanlara saygıda kusur etmiyor.
Daha fazla dayanamadım, havayı değiştirmek istedim ve televizyonu açtım. Sesini sonuna kadar yükselttim.
Çözüme dair bir korku sendromu yaşıyordum.
Çok daha fazla şunu düşündüm: “Yarım biçimde yaşama isteğimizi daha fazla sürdüremeyiz.”
Tekrar telefonu aldım ve arkadaşımın numarasını çevirdim. “Seni kıskanıyorum. Bir sonraki sefere beni de yanına al. İnsanlığın özüne yaraşır bir iş yaptığımı hissetmek istiyorum” dedim. Konuşmuyordu. Midilli’den gelen sesler yine netleşmişti. Çocuk sesleri duyuyordum.
Ağlayan yoktu.
“Herkes emniyette” sözünü yine duydum.
Bir an turuncu renkli can yelekleriyle kayalara doğru ilerleyen insanlar yeniden gözlerimin önüne geldi.
Onları sahilde bekleyen bir kucak var.
Bazıları trajik bir şanssızlığa uğruyor, taşında “meçhul” yazılarak numaralanan mezarlara defnediliyorlar.
Bazılarıysa, en azından hayatta kalabildikleri için şanslı...
(Yunanca aslından tercüme: Şevki Kıralp)
------------------------------
Ελπίδα σε χρώμα πορτοκαλί
Πορτοκαλί σωσίβια πεταμένα στα βράχια. Η θάλασσα κρύα, αφιλόξενη, φουρτουνιασμένη. Παιδιά με βρεγμένα ρούχα, ταλαιπωρημένα, γεμάτα απορία, με μάτια φοβισμένα προχωρούν προς την ακρογιαλιά. Χέρια αγνώστων τα σκεπάζουν με κουβέρτες. Τα αγκαλιάζουν σφιχτά για να ζεσταθούν. Προσπαθούν να τα υποδεχτούν με χαμόγελο. Όσο μπορούν…
Οι εικόνες πλημμυρίζουν το κεφάλι μου, καθώς η Κύπρια φίλη μου, περιγράφει στο τηλέφωνο τις εμπειρίες της από την εθελοντική της προσφορά στη Λέσβο. Ξέρετε… το ελληνικό νησί στο βορειοανατολικό Αιγαίο. Εκεί, όπου η άφιξη προσφύγων από εμπόλεμες ζώνες είναι καθημερινό φαινόμενο. Όσα διαβάζουμε και ακούμε στις ειδήσεις, παίρνουν μέσα από την εξιστόρηση της φίλης μου ήχο, χρώμα, συναίσθημα, πολύ πόνο, αλλά κυρίως αγωνία για το μέλλον των ανθρώπων, των οποίων η υποδοχή στο νησί, είναι πια για αυτούς που έσπευσαν για να προσφέρουν βοήθεια, ρουτίνα. Μηχανικά, γρήγορα και με οργανόγραμμα γίνονται όλα. Ο κάθε εθελοντής έχει τη δουλειά του. Πρώτιστος στόχος, να σωθούν ζωές. Και στην συνέχεια, οι άνθρωποι γίνονται αριθμοί. Μια τυπική διαδικασία με προορισμό … ποιος ξέρει πού;
Μου μιλά και κλαίει. «Αφού δεν το αντέχεις. Γιατί δεν έρχεσαι πίσω;» της λέω. «Και γιατί να φύγω; Εγώ τουλάχιστον τους νιώθω» μου απαντά αφοπλιστικά.
Φέρνω στο νου μου μια σκηνή με αυθεντικά πλάνα από την ταινία μικρού μήκους των Νιαζί Κιζίλγιουρεκ και Πανίκου Χρυσάνθου «Το τείχος μας», η οποία με σημάδεψε και με συνοδεύει από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 που την είδα. Σε ένα χωριό στην Πάφο, Τουρκοκύπριοι ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να πάνε στον βορρά. Οι Ελληνοκύπριοι συγχωριανοί τους, παρακολουθούν αμήχανοι και συγκινημένοι. Τους αποχαιρετούν. Ανάμεσά τους ένας πάτερ. Ήταν εμφανής ο πόνος στα πρόσωπα των ανθρώπων. Την ίδια ώρα, στροβιλίζει στο κεφάλι μου και μια πολύ γνώριμη μαυρόασπρη φωτογραφία μιας Ελληνοκύπριας μητέρας. Κρατά τρία παιδιά και τρέχει, με την απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Η εγκατάλειψη της εστίας είναι γνώριμο συναίσθημα. Κάποιοι, το έζησαν δυο και τρεις φορές σε τούτο τον τόπο. Ναι, εμείς ξέρουμε καλά.
Η φίλη μου είχε ήδη βγάλει την πρώτη της βραδινή βάρδια. Ήταν σχεδόν μεσημέρι. Δεν πέρασε και πολλή ώρα που ξύπνησε. Όλο το βράδυ έκανε μαζί με άλλους την δουλειά του ακτοφύλακα. Παρακολουθούσαν δηλαδή αν υπήρχε πλοιάριο στη θάλασσα. Ευτυχώς, η νύχτα ήταν ήσυχη.
Καθώς μιλάμε, η φωνή της τρέμει. «Ήρθαν καινούριοι». Είχε μόλις πάει στην παραλία. Όσο προχωρά προς το σημείο όπου βρίσκονται οι πρόσφυγες, ο φυσικός ήχος από το τηλέφωνο γίνεται πιο καθαρός. Κανείς δεν κλαίει. Δεν είναι απίστευτο; Αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν ανακουφισμένοι. Την ρωτώ αν έχει παιδιά. Η απάντηση είναι θετική. Κάποια μάλιστα, είναι ασυνόδευτα. «Φαίνεται να είναι όλοι σώοι» μου λέει και κλείνει.
«Όλοι σώοι». Σαν ηχώ επαναλαμβάνεται η πρόταση στα αυτιά μου, καθώς ψάχνω να βρω πληροφορίες για τον αριθμό των νεκρών προσφύγων στο νησί. Κι ενώ νομίζω ότι έχω ζήσει στην κορύφωσή της όλη την συγκίνηση και τον συγκλονισμό, πέφτω σε ένα δημοσίευμα του Reuters, με μια φωτογραφία από ταφόπλακες με την επιγραφή «Άγνωστος». Σε ένα κομμάτι γης στη Λέσβο, αφού είχε πια γεμίσει το νεκροταφείο, φιλοξενούνται 61 τάφοι. Από αυτούς, μόνο στους 27 υπάρχει όνομα. Οι υπόλοιποι έχουν αριθμό.
Στο ρεπορτάζ, οι ντόπιοι δηλώνουν ότι ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονται σε ένα και μόνο ναυάγιο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένας που να μπορεί να αναγνωρίσει τους νεκρούς. Ένας νέος από την Αίγυπτο, ο οποίος ζει εδώ και πολλά χρόνια στην Ελλάδα, τους θάβει με το κεφάλι προς την Μέκκα. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο. Να έχουν έστω αξιοπρεπή, υπό τις συνθήκες, ταφή.
Δεν αντέχω άλλο. Πρέπει να αλλάξω παραστάσεις. Βάζω την τηλεόραση στη διαπασών. Έχει ειδήσεις. Περιμένω να ακούσω κάτι σοβαρό. Πέφτω σε φοβικά σύνδρομα για τη λύση. Δεν είναι δυνατόν να εξακολουθούμε να θέλουμε να ζούμε μισοί.
Παίρνω ξανά το τηλέφωνο και πληκτρολογώ τον αριθμό της φίλης μου. «Σε ζηλεύω. Την επόμενη φορά, πάρε με μαζί σου. Θέλω να νιώσω ότι κάνω κάτι ουσιαστικό». Δεν μιλά. Ακούω πάλι τον φυσικό ήχο από την παραλία στη Λέσβο. Παιδικές φωνές, χωρίς κλάμα. «Όλοι σώοι». Τους φαντάζομαι να πετάνε τα πορτοκαλί σωσίβια στα βράχια. Μια αγκαλιά τους περιμένει στην ακρογιαλιά. Και μετά… αριθμοί. Για το άγνωστο. Αυτοί τουλάχιστον γλίτωσαν.